- διασπείρει
- διασπείρωscatteraor subj act 3rd sg (epic)διασπείρωscatterpres ind mp 2nd sgδιασπείρωscatterpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
διαλυτικός — ή, ό (AM διαλυτικός, ή, όν) 1. ο ειδικευμένος στη διάλυση 2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ… … Dictionary of Greek
κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
υποσπορεύς — έως, ὁ, Μ αυτός που διασπείρει κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποσπορά + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
διασπείρω — διάσπειρα και διέσπειρα, διασπάρθηκα, διασπαρμένος, (μτφ.), διαδίδω, διασκορπίζω κάτι: Διασπείρει συκοφαντίες για το άτομό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)